Πινδαρικῶς

Πινδαρικῶς
Πινδαρικός
of Pindar
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πινδαρικός — ή, ό / πινδαρικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πίνδαρος] ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πίνδαρο νεοελλ. μσν. φρ. α) «σχήμα πινδαρικό(ν)» τρόπος συντάξεως υποκειμένου σε πληθυντικό αριθμό με ρήμα σε τρίτο ενικό πρόσωπο 2. «μέτρο(ν) πινδαρικό(ν)»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”